- θρασύχειρος
- θρασύχειρος, ὁ (Α)θρασύχειρ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ-* + -χειρος (< χειρ), πρβλ. εξά-χειρος, ιδιό-χειρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρασύχειρος — θρασύχειρ bold of hand masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek
θρασυχειρία — θρασυχειρία, ἡ (Α) [θρασύχειρος] μεγάλη δύναμη στα χέρια … Dictionary of Greek